ἰωρός

ἰωρός
ἰωρός
Grammatical information: m.
Meaning: meaning uncertain; (A.D.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Acc. to A. D. Pron. 55, 26 Att. = ὁ αὑτῆς τῆς πόλεως φύλαξ with false connection of the pronoun ; cf. Hdn. 1, 200: ὁ γνήσιος φύλαξ; Suid. gives ἰωρός θυρωρός, φύλαξ καὶ παροιμία οὐδ' ἐντὸς ἰωροῦ καὶ ὁ νόμος ὁ παρ' ᾽Αθηναίοις ἐκτὸς ἰωροῦ ἐκέλευεν ειναἶ τοὺς ἀνδροφόνους. (App. Prov. 4, 39) so a ban (ἐντὸς, ἐκτὸς ἰωροῦ) on a killer, by H. taken as `house' ; cf. : ἰωρός τὸ ὀρ\<ε\>ινὸν χωρίον, καὶ τὸ ὄρος.[through association with ὄρος?] καὶ οἶκος, καὶ ὁ τούτου φύλαξ H.. - By Bq interpreted as *Ϝι-Ϝωρό-ς to ὁράω, ὤρα, Hom. οὖρος `gardian' (but Greek has no Ϝι- except as reduplication); completely hypothetic.
Page in Frisk: 1,749

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ιωρός — ἰωρός, ὁ (Α) 1. (κατά τον Απολλ. Δύσκ.) ο φύλακας τής πόλης 2. παροιμ. (κατά το λεξ. Σούδα) «οὐδ ἐντὸς ἰωροῡ οὐδ ἐν ἀσφαλεία» ή «ἐκτὸς ἰωροῡ» για την επικήρυξη ανθρωποκτόνων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. να προέρχεται από *Fί Fωρος, που… …   Dictionary of Greek

  • ἰωρός — ban masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰωροί — ἰωρός ban masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰωροῦ — ἰωρός ban masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἰωρῶν — ἰωρός ban masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”